ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΙΛΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΙΔΙΕΣ: Η ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

 Aπό Δελτ Α' Παιδιατρ Κλιν Πανεπ Αθηνών 55, 2008 

Οι σύγχρονοι ερευνητές κοινωνικών σχέσεων τονίζουν ότι όλες οι φιλικές σχέσεις δεν είναι ίδιες. Ακριβώς όπως διαφέρουν οι προσωπικότητες των συμμετεχόντων, με τον ίδιο τρόπο διαφέρει και η ποιότητα της φιλικής σχέσης που έχουν. Υποστηρίζεται ότι οι φιλικές σχέσεις είναι σύνθετες και πολύπλευρες και πρέπει να ερευνηθούν και να αναλυθούν τα διαφορετικά «συστατικά» τους. Η έρευνα σχετικά με την ποιότητα της φιλίας είναι σε σχετικά πρώιμο στάδιο και δεν υπάρχει γενική συμφωνία σχετικά με τον ορισμό της και τα στοιχεία που αυτή περιλαμβάνει. Ωστόσο, οι περισσότεροι ερευνητές συμφωνούν σε ορισμένα στοιχεία που φαίνεται να καθορίζουν την ποιότητα της φιλίας και περιλαμβάνονται σε όλα τα σχετικά ερωτηματολόγια.

Τα βασικότερα κοινά στοιχεία είναι: συντροφικότητα, αλληλοβοήθεια, οικειότητα (περιγράφεται και ως «εγγύτητα» ή «διάθεση να ανοιχτώ στον άλλον»), σύγκρουση και αντιζηλία. Ανεξάρτητα, όμως, από το πώς ορίζεται ή μετριέται η ποιότητα της φιλίας, φαίνεται ότι είναι ακριβώς τα συγκεκριμένα ποιοτικά συστατικά της κάθε φιλικής σχέσης που τελικά καθορίζουν τις θετικές ή αρνητικές επιπτώσεις που έχει στους συμμετέχοντες.

Οι Parker και Asher3 έδειξαν ότι η «κακής ποιότητας» φιλία στην παιδική ηλικία (δηλαδή φιλική σχέση που χαρακτηρίζεται κατά κύριο λόγο από σύγκρουση και αντιζηλία) συνδέεται με συναισθήματα μοναξιάς και κοινωνικής δυσαρέσκειας. Επίσης, η ποιότητα φιλίας φαίνεται να συνδέεται με την αυτοεκτίμηση των συμμετεχόντων και με τη σχολική προσαρμογή. Οι μαθητές που οι φιλικές σχέσεις τους χαρακτηρίζονται από θετικά χαρακτηριστικά (δηλαδή αλληλοβοήθεια, συντροφικότητα και οικειότητα) έχουν υψηλότερη αυτοεκτίμηση και επενδύουν περισσότερο στη σχολική μάθηση απ’ ότι οι μαθητές με φιλίες που χαρακτηρίζονται κατά κύριο λόγο από αρνητικά χαρακτηριστικά. Επιπλέον, οι μαθητές με κακή ποιότητα φιλίας είναι περισσότερο διαταρακτικοί (κάνουν φασαρία, δεν προσέχουν, δημιουργούν προβλήματα) στο σχολείο απ’ ότι οι συμμαθητές τους με καλή ποιότητα φιλίας. Μάλιστα περιγράφεται ότι γίνονται όλο και πιο διαταρακτικοί όσο προχωρά η σχολική χρονιά.

Σχολιάζοντας αυτά τα αποτελέσματα ο Berndt καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι μαθητές που οι φιλικές σχέσεις τους έχουν κυρίως αρνητικά χαρακτηριστικά χρησιμοποιούν ένα τρόπο αλληλεπίδρασης που χαρακτηρίζεται από συγκρούσεις, τσακωμούς και πειράγματα. Αυτός ο τρόπος επηρεάζει και την αλληλεπίδρασή τους με άλλα άτομα, επομένως δεν αποτελεί έκπληξη ότι φέρονται με αυτό τον τρόπο και προς τους άλλους τους συμμαθητές, αλλά και προς τους δασκάλους. Έρευνες έχουν μελετήσει και την επίδραση των μεμονωμένων ποιοτικών χαρακτηριστικών της φιλικής σχέσης στη συναισθηματική ανάπτυξη των παιδιών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η οικειότητα στη φιλία: ενώ υπάρχουν ακόμα ερωτηματικά και διαφωνίες σχετικά με τον ακριβή ορισμό της έννοιας «οικειότητα», ωστόσο τα ερευνητικά αποτελέσματα έχουν ήδη δείξει ότι τα παιδιά που εμπλέκονται σε φιλικές σχέσεις που χαρακτηρίζονται από υψηλό βαθμό οικειότητας έχουν υψηλότερη αυτοεκτίμηση, είναι πιο κοινωνικά, λιγότερο εχθρικά, λιγότερο αγχώδη και βιώνουν λιγότερο καταθλιπτικά συναισθήματα απ’ ότι τα παιδιά με χαμηλό βαθμό οικειότητας στις φιλικές τους σχέσεις. Επιπλέον, η οικειότητα στη σχέση με ένα φίλο/η στην παιδική ηλικία προηγείται και αποτελεί προπομπό των «ρομαντικών» σχέσεων υψηλής οικειότητας που καλείται το άτομο να χειρι- στεί στην εφηβεία.

Τόσο σημαντική και ευεργετική θεωρείται η οικειότητα των παιδιών και των εφήβων με τους φίλους τους, που έχουν σχεδιαστεί ειδικά προγράμματα με σκοπό να διευκολύνουν την ανάπτυξη της οικειότητας στις φιλικές σχέσεις. Από την άλλη πλευρά, έχει μελετηθεί και η επίδραση μεμονωμένων αρνητικών ποιοτικών χαρακτηριστικών της φιλικής σχέσης, όπως η συχνή σύγκρουση ανάμεσα σε φίλους. Έχει αποδειχτεί ότι η σύγκρουση ως ποιοτικό χαρακτηριστικό της φιλικής σχέσης λειτουργεί ως επιβαρυντικός παράγοντας που έχει αρνητική επίδραση στη σχολική προσαρμογή. Τα παιδιά που αναφέρουν υψηλά ποσοστά σύγκρουσης στις φιλικές τους σχέσεις τείνουν να έχουν δυσκολίες προσαρμογής στο σχολείο και αυτό είναι πιο έντονο στα αγόρια παρά στα κορίτσια. Πιο συγκεκριμένα, η σύγκρουση στις φιλικές σχέσεις των αγοριών (όπως καταγράφηκε σε ερωτηματολόγια αυτοαναφοράς) συνδέεται με χαμηλά επίπεδα εμπλοκής και επένδυσης στο σχολείο, όπως μετρήθηκε από την εκφρασμένη επιθυμία των παιδιών να αποφύγουν το σχολείο και από τις μετρήσεις των δασκάλων για τη συμμετοχή των παιδιών στο μάθημα. Επιπλέον, τα παιδιά που ανέφεραν υψηλά ποσοστά σύγκρουσης στις φιλικές τους σχέσεις, ανέφεραν υψηλότερα ποσοστά μοναξιάς και χαμηλότερα ποσοστά ικανοποίησης στο σχολείο απ’ ότι οι συμμαθητές τους.

Αυτά τα ευρήματα υποστηρίζουν την υπόθεση ότι οι φιλικές σχέσεις δεν είναι πάντα επωφελείς για τα παιδιά. Ορισμένες φιλικές σχέσεις ενδέχεται να έχουν αρνητικές επιπτώσεις. Είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί, όμως, ότι η σχέση αιτιότητας δεν είναι εύκολο να καθοριστεί. Η ιδιοσυγκρασία και η προσωπικότητα του παιδιού ενδέχεται να εξηγεί γιατί η συγκεκριμένη φιλική σχέση λειτουργεί ως επιβαρυντικός παράγοντας για το συγκεκριμένο παιδί. Για παράδειγμα, τα παιδιά και οι έφηβοι που εμπλέκονται σε παραπτωματικες ή αντικοινωνικές συμπεριφορές τείνουν να έλκονται και να προσεγγίζουν άτομα που έχουν παρόμοια χαρακτηριστικά -επιβεβαιώνοντας ίσως ότι «όμοιος ομοίω αεί πελάζει»- και το αποτέλεσμα είναι να δημιουργείται ένα πλέγμα συμπεριφορών όλο και πιο δυσπροσαρμοστικών. Οι φίλοι, που αρχικά προσεγγίζουν ο ένας τον άλλο λόγω του κοινού ενδιαφέροντός τους για αντικοινωνικές συμπεριφορές, συχνά μαζί εμπλέκονται όλο και περισσότερο σε παραπτωματικές συμπεριφορές .

Είναι ενδιαφέρον ότι οι ποιοτικές διαφορές στις φιλικές σχέσεις εμφανίζονται από πολύ νωρίς. Ήδη από την ηλικία των τεσσάρων χρόνων οι δάσκαλοι μπορούν να περιγράψουν τις ποιοτικές διαφορές στις φιλικές σχέσεις των μαθητών τους, ενώ από την ηλικία των πέντε τα παιδιά μπορούν να ανα- γνωρίσουν τις ποιοτικές διαφορές στις φιλικές τους σχέσεις, καθώς και να αναφερθούν στη διαφορά στην ικανοποίηση που παίρνουν από τις διαφορετικές φιλικές σχέσεις που έχουν δημιουργήσει.

Από όσα αναφέρθηκαν γίνεται φανερό ότι οι φιλικές σχέσεις των παιδιών με τους συνομηλίκους τους παίζουν σημαντικό ρόλο στη συναισθηματική ανάπτυξη των παιδιών. Αυτό πρέπει να το αντιληφθεί ο/η παιδίατρος που έχει τόσο κοντινή σχέση με το παιδί και την οικογένεια και να κατανοήσει ότι με πολύ απλό τρόπο (με δύο ή τρεις κατάλληλες ερωτήσεις προς το παιδί, όπως π.χ.: «Έχεις φίλους;», «Περνάς καλά με τους φίλους σου;», «Τι κάνετε όταν είστε μαζί;») είναι σε θέση να αντιληφθεί έγκαιρα πολλά στοιχεία για την ψυχοκοινωνική προσαρμογή του παιδιού, προσφέροντας μ’ αυτό τον τρόπο σημαντική βοήθεια, τόσο στο ίδιο το παιδί, όσο και στην οικογένειά του. 

Comments